- λαδερός
- -ή, -ό (Μ λαδερός, -ή, -ό) [λάδι]αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδηςνεοελλ.1. λαδής, ελαιόχρωμος2. λιπαρός3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερόα) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και χρησιμοποιείται στο μαγείρεμα και για επιτραπέζια χρήση, ελαιορρόη, λαδικόβ) δοχείο για λίπανση μηχανών, λαδωτήρι, λαδικόμσν.(για ελιά) αυτή που παράγει πολύ λάδι.
Dictionary of Greek. 2013.